ταρσαλγία

ταρσαλγία
η, Ν
ιατρ. πόνος στον ταρσό τού ποδιού, που συνήθως οφείλεται σε παρατεταμένη ορθοστασία ή σε πλατυποδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταρσός + -αλγία*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”